φορμυλ(ο)-

φορμυλ(ο)-
Ν
χημ. πρόθημα που δηλώνει την παρουσία φορμυλίου στο μόριο μιας χημικής ένωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. formyl-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φορμυλομάδα — η, Ν χημ. άλλη ονομασία για το φορμύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορμυλ(ο) * + ομάδα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”